ηλεκτρίζω — ηλεκτρίζω, ηλέκτρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ηλεκτρίζω — ηλέκτρισα, ηλεκτρίστηκα, ηλεκτρισμένος 1. προσθέτω ή αφαιρώ ηλεκτρόνια από ένα σώμα και έτσι προκαλώ ροή ηλεκτρονίων: Ηλεκτρίζω θετικά ή αρνητικά κάποιο σώμα. 2. μτφ., ενθουσιάζω: Ηλεκτρίζει τα πλήθη με τους λόγους του. 3. μτφ., εξάπτω, δημιουργώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλβανίζω — 1. ηλεκτρίζω κάποιο σώμα χρησιμοποιώντας ηλεκτρική στήλη 2. επενδύω με την επίδραση τού ηλεκτρικού ρεύματος μετάλλινο αντικείμενο με λεπτό στρώμα άλλου μετάλλου 3. μεταδίδω σε κάποιον τον ενθουσιασμό μου για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά… … Dictionary of Greek
ηλέκτριση — η 1. μετάδοση ηλεκτρικού ρεύματος, η φόρτιση, η πλήρωση με ηλεκτρισμό («ηλέκτριση εξ επιδράσεως») 2. μτφ. διέγερση, μετάδοση ενθουσιασμού, έξαψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrification < electrify (βλ. ηλεκτρίζω). Η… … Dictionary of Greek
ηλεκτρίσιμος — η, ο αυτός ο οποίος μπορεί να ηλεκτρισθεί, αυτός που ηλεκτρίζεται εύκολα, δεκτικός ηλεκτρίσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
ηλεκτριστικός — ή, ό 1. αυτός που ηλεκτρίζει, που προκαλεί ηλεκτρισμό 2. διεγερτικός, ενθουσιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
ηλεκτροκίνηση — η τεχνολ. 1. η χρησιμοποίηση ηλεκτρικής, αντί άλλης μορφής, ενέργειας σε γεωργικές, βιομηχανικές ή οικιακές εφαρμογές 2. ο εξοπλισμός σιδηροδρομικής ή τροχιοδρομικής γραμμής ή δικτύου με τις απαιτούμενες για ηλεκτρική έλξη εγκαταστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
φαραδίζω — φαράδισα, φαραδίστηκα, φαραδισμένος, ηλεκτρίζω, διεγείρω με φαραδικό ρεύμα (δηλ. με ρεύμα από επαγωγή.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)